- παρακάτειμι
- Α1. (για λόγο) πηγαίνω πιο κάτω, προχωρώ περαιτέρω2. (συν. η μτχ. ενεστ. ως επιρρ. φρ.) παρακατιών, -οῡσα, -όν- (σε έγγραφες εκθέσεις) με περαιτέρω συνέχιση, παρακάτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κάτειμι «κατέρχομαι, καταβαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.